κουβεντούλα

κουβεντούλα
η
(υποκορ. τού κουβέντα)
1. σύντομη συζήτηση ή ολιγόλογη φράση
ή λέξη με λίγες συλλαβές
2. (συν. ειρωνικά) απέραντη συζήτηση, κουβεντολόι, ψιλή κουβέντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουβεντούλα — η υποκορ. του κουβέντα μικρή συζήτηση: Κουβεντούλα κι άγιος ο Θεός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογάκι — το (Μ λογάκι) μικρός λόγος, κουβεντούλα, λεξούλα νεοελλ. στον πληθ. τα λογάκια λίγες, βασικές λέξεις («το παιδάκι είπε τα πρώτα του λογάκια») …   Dictionary of Greek

  • μυθολογία — Το σύνολο των μύθων ενός λαού, αλλά και η μελέτη της προέλευσής τους, της σημασίας τους, των σχέσεών τους με τη θρησκεία του λαού αυτού. Οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν πολύ νωρίς να ασχολούνται με τη μ.: οι παραδοσιακές αφηγήσεις για τους θεούς, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”